- πεσκίρι
- το(λ. τουρκ.), προσόψι, πετσέτα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
πεσκίρι — το, Ν (παλ. λ.) πετσέτα για το πρόσωπο ή τα χέρια. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. peskir] … Dictionary of Greek
peşchir — PEŞCHÍR, peşchire, s.n. (înv. şi reg.) 1. Prosop, ştergar; şervet. 2. Faţă de masă. – Din tc. peşkir. Trimis de oprocopiuc, 15.03.2004. Sursa: DEX 98 PEŞCHÍR s. v. faţă de masă, prosop, şervet, ştergar. Trimis de siveco, 05.08.2004. Sursa:… … Dicționar Român